Περιγραφή σκηνών βίας, παρόμοια με αυτή που διαδραματίσθηκε κατά τη διάρκεια της ένοπλης ληστείας στο υποκατάστημα τράπεζας στη Νάουσα της Πάρου...


και τη μετέπειτα δολοφονία του 53χρονου Δημήτρη Μίχου, είναι το κεντρικό μοτίβο των διαδικτυακών καταχωρήσεων του κατηγορούμενου για συμμετοχή σε όλα αυτά, Αναστάσιου Θεοφίλου.

Σύμφωνα με το newsit.gr, ο κατηγορούμενος, διέθετε προσωπικό blog, (από όπου και το απόσπασμα παρακάτω), όπου αναρτούσε κείμενα στα οποία η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητας, είναι από δυσδιάκριτη έως ανύπαρκτη

Ως κίνητρό του για την ακραία εγκληματικότητα των κειμένων του εμφανίζεται η επαγγελματική ανασφάλεια, η κοινωνική περιθωριοποίηση και η συστημική καταπίεση.

Ο «ήρωας» του κατηγορούμενου για τη ληστεία και τη δολοφονία της Πάρου, όπως αναφέρεται σε μια ανάρτηση παρακολουθόύσε από μικρός το αστυνομικό ρεπορτάζ, ενώ, τρόμαζε με τον Δημητροκάλη, γελούσε με τον Σεχίδη, εκστασιαζόταν με τη 17 Νοέμβρη, ενηλικιώθηκε με τον Πάσαρη.

Χαρακτηριστικό, αλλά και συγκλονιστικό είναι το απόσπασμα που ακολουθεί και το οποίο είχε αναρτήσει στο blog ένα μήνα πριν, περίπου:

«Ξαπλώνω στον καναπέ και αναλογίζομαι την ζωή μου. Πως ξεκίνησαν όλα. Γιατί πήρα αυτόν τον δρόμο. Αναρωτιέμαι αν είχα άλλες επιλογές. Σκέφτομαι πως είμαι ένας μικρός εγκληματίας. Όλα ξεκίνησαν κατά λάθος. Ή σχεδόν κατά λάθος. Σκέφτομαι πως στην πραγματικότητα τα εγκλήματα μου είναι πολιτικά. Εξάλλου όλα είναι πολιτικά. Το έγκλημα είναι για το θέαμα ότι η αμαρτία για την εκκλησία. Εγώ διαφωνώ με την τυπολογία περί Καλού και Κακού τόσο του θεάματος όσο και της εκκλησίας. Όχι επειδή έχω ξεπεράσει τον μανιχαϊστικό τρόπο σκέψης. Για εμένα σημασία έχει αν μια πράξη βοηθάει στην χειραφέτηση της τάξης μου. Εκεί μπαίνει η διαχωριστική γραμμή.

Από παιδί παρακολουθούσα το αστυνομικό ρεπορτάζ. Τρόμαζα με τον Δημητροκάλη, γελούσα με τον Σεχίδη, εκστασιαζόμουν με την 17Ν. Ενηλικιώθηκα με την θορυβώδη απόδραση Πάσαρη. Αργότερα έπιασα δουλειά σε ένα καφέ. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Έτσι μυήθηκα στο Έγκλημα. Το αφεντικό χτυπούσε αποδείξεις ακόμα και για το τρίτο ποτό τού κάθε πελάτη. Το αντίθετο έλεγε είναι κλοπή! Το αφεντικό δεν μου κολλούσε ένσημα γιατί δεν έβγαινε. Το αφεντικό δεν ένοιωθε κλέφτης ούτε με τα ίδια του τα κριτήρια. Βρήκα πιο ελκυστική, την λιγότερο υποκριτική, ηθική του Πάσσαρη. Ήμουνα νέος.

Αράζω στον καναπέ και αναπολώ. Σκέφτομαι το πρώτο μου βήμα. Πως θα μπορούσε να μην είχε γίνει ποτέ. Πως έμοιαζε απραγματοποίητο. Στην πραγματικότητα ήταν μια στιγμιαία απόφαση. Έχω πάει να πληρωθώ στο καφέ που δούλευα. Σε εκείνο που κόβει αποδείξεις και για το τρίτο ποτό αλλά δεν κολλάει ένσημα επειδή δεν βγαίνει. Πηγαίνω κατά τις εννιά το πρωί. Δεν υπάρχει ψυχή. Ούτε πελάτης, ούτε εργαζόμενος. Περιμένω. Ακούω από το γραφειάκι μέσα την φωνή του αφεντικού να μιλάει στο τηλέφωνο. Βλέπω δίπλα στην ταμειακή μηχανή έναν φάκελο με έναν πάκο λεφτά. Είναι το χθεσινοβραδυνό ταμείο. Τα υπολογίζω στο χιλιάρικο. Σκέφτομαι ότι είναι μόνο μία κίνηση. Δεν είναι τίποτα. Μόνο μία κίνηση. Θα με απαλλάξει από μισθωτή σκλαβιά τουλάχιστον για έναν μήνα. Δεν με έχει δει κανείς. Θα τα πάρω και θα περάσω το μεσημέρι να πληρωθώ κανονικά. Όταν θα μου έχει περάσει η ταραχή. Σαν να μην τρέχει τίποτα. Δεν με έχει δει κανείς. Είναι μόνο μια κίνηση. Την κάνω. Ήταν πράγματι μόνο μια απόφαση. Και μόνο μια κίνηση.

Τα επόμενα βήματα μου τα έκανα μελετημένα. Έπιανα δουλειά σε καφέ, μπαρ ή εστιατόρια για καμιά εβδομάδα. Όσο πιο κάτεργο τόσο πιο ενθουσιωδώς. Η μισθωτή σκλαβιά έπαιρνε άλλη διάσταση. Γιατί στην πραγματικότητα υποδυόμουν τον μισθωτό σκλάβο χωρίς να είμαι. Στην πραγματικότητα ήμουν σε αποστολή. Έδινα ψεύτικα στοιχεία. Παρακολουθούσα τις κινήσεις του ταμείου. Μάθαινα που μένει το αφεντικό και τον φέρμαρα στην διαδρομή για το σπίτι του. Μεταμφιεσμένος και με την απειλή ενός πιστολιού ρέπλικα. Έπαιρνα την άλλη μέρα τηλέφωνο και έλεγα πως κάτι οικογενειακό συνέβη και δεν μπορώ να δουλέψω για κάποιον καιρό. Φυσικά φρόντιζα να έχω πληρωθεί από πριν.

Κάθομαι στον καναπέ και αναρωτιέμαι πόσο μπορεί να κρατήσει ακόμα. Μήπως να σταματήσω για κάποιον καιρό ή μήπως να επεκταθώ και σε άλλους κλάδους. Χτυπάει το κουδούνι. Το σηκώνω. Λέω: ναι; Μου λέει αστυνομία ανοίξτε. Κοκαλώνω. Δεν ανοίγω. Ντύνομαι και περιμένω. Έφτασε η στιγμή σκέφτομαι. Την έχω προβάλει εκατομμύρια φορές στη φαντασία μου κι όμως τώρα που συμβαίνει είναι εντελώς διαφορετικά. Πηγαίνω στο ματάκι της πόρτας να παρακολουθήσω την έφοδο των μπάτσων.

Παρακολουθώ από το ματάκι της πόρτας όση ώρα προσπαθώ να μαντέψω για ποια υπόθεση με ξεβούλωσαν. Υποψιάζομαι για όλες. Σύμφωνα με το mondus operandi την έχω πουτσίσει. Κάνω πρόχειρους υπολογισμούς για το πόσα χρόνια θα κάτσω, για το ποιοι φίλοι θα μου λείψουν αλλά και για το ποιους θα συναντήσω στο μακρινό ταξίδι που ξεκινάω στις ελληνικές φυλακές».

Πηγή: iefimerida
 
Top