Βρισκόμαστε σε μία εποχή που οι ξένοι εμφανίζονται δύσπιστοι ως προς την λειτουργία των θεσμών του ελληνικού κράτους, ειρωνεύονται τις ελληνικές κυβερνήσεις και τους Έλληνες πολτικούς...

και κατηγορούν ευθέως το πολιτικό κατεστημένο πως συνεργάζεται με ληστές.

Α! Δεν παραλείπουν να χαρακτηρίσουν τους κατοίκους της Ελλάδας ως «ημιβαρβάρους», και την χώρα μας, ντροπή για τον πολιτισμό...

Είναι περίπου 50 χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση. Όπως είναι λογικό η χώρα βρίσκεται κυριολεκτικά σε «μαύρα χάλια», απ'όλες τις απόψεις. Διοικητική οργάνωση, αστυνόμευση και ασυδοσία. Μέσα σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η ληστεία η οποία διατηρείτο ακόμη από την προεπαναστατική εποχή.

Οι κλέφτες διατηρούσαν ακόμη την ελευθερία των κινήσεών τους, καθώς αδυνατούσαν να δεχθούν πως θα περιοριστούν κάτω από τους κανόνες και τους θεσμούς ενός κρατικού μηχανισμού. Έστω και εάν αυτός ήταν ελληνικός...


Παρά τα μέτρα που είχαν πάρει οι εκάστοτε κυβερνήσεις για την εξάλειψη του φαινομένου της ληστείας, ο θεσμός αυτός ήταν σχεδόν κληρονομικός πράγμα που καθιστούσε την δράση των ληστών, έναν πραγματικό πονοκέφαλο για την Ελλάδα. Η αραιοκατοικημένη ύπαιθρος, η ελλιπής αστυνόμευση, η χαλαρή φύλαξη των ελληνοτουρκικών συνόρων (στην Λαμία), αλλά και η άριστη γνώση του εδάφους από τους κλέφτες, καθιστούσε πολλές φορές την σύλληψή τους, σχεδόν αδύνατη.

Ο ρομαντικός φιλελληνισμός όμως δεν έχει κοπάσει, πράγμα που σημαίνει πως η Ελλάς (όπως την έλεγαν ακόμη και οι ξένοι τότε), ήταν ένα δημοφιλής προορισμός για περιηγητές που ήθελαν να ψάξουν αλλά και να θαυμάσουν τις διάσπαρτες αρχαιότητες, που ομολογουμένως οι γηγενής αδυνατούσαν να εκτιμήσουν. Δεν είναι τυχαίο πως μέχρι και πρόσφατα πολλοί γέροντες στα χωριά της Ελλάδας πίστευαν πως τα αγάλματα που έβρισκαν στα χωράφια τους, «τα γεννούσε η γη»...

Στις 30 Μαρτίου λοιπόν, μία ομάδα Άγγλων περιηγητών και διπλωματών, ξεκίνησαν για μία τέτοια περιήγηση στην Αττική, και πιο συγκεκριμένα στα πέριξ του Μαραθώνα. Επρόκειτο για τον λόρδο και την λαίδη Μάνκαστερ, τον νεαρό φίλο τους Φρέντερικ Βάινερ, τον δικηγόρο Έντουαρντ Λόιντ, τον τρίτο γραμματέα της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, Έντουαρντ Χέρμπερτ και τον γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα, κόμη Αλμπέρτο ντε Μπόιλ, που αποφάσισε την τελευταία στιγμή να πραγματοποιήσει το ταξίδι αυτό.

Η περιήγηση ήταν απολαυστική, όμως στην επιστροφή η Τύχη, τους έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι. Οι εκδρομείς έπεσαν σε ενέδρα της συμμορίας των αδελφών Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη κοντά στο Πικέρμι. Οι χωροφύλακες που φυλούσαν τους ξένους περιηγητές, παρά την προσπάθειά τους, εξουδετερώθηκαν εύκολα από την πολυπληθή συμμορία, η οποία πήρε τελικά όλους τους υπόλοιπους ως ομήρους.

Τα αιτήματά τους απλά. Άμεση καταβολή λύτρων, ύψους 50.000 και χορήγηση αμνηστίας. Η αγγλική πρεσβεία θορυβημένη από το γεγονός, δέχθηκε αμέσως τα αιτήματα και διεμήνυσε στην ελληνική κυβέρνηση να πράξει το ίδιο. Όμως κάτι τέτοιο δεν ήθελε η κυβέρνηση του Θρασύβουλου Ζαΐμη να το αφήσει να περάσει έτσι. Υπό τον φόβο του «δεδικασμένου» ο υπουργός των Στρατιωτικών, Σκαρλάτος Σούτσος αρνήθηκε, καθώς κάτι τέτοιο όπως υποστήριξε θα δημιουργούσε την εντύπωση πως η κυβέρνηση είναι έρμαιο των συμμοριτών, πράγμα που θα εξευτέλιζε διεθνώς την Ελλάδα. Αυτό όμως που θα ακολουθούσε θα ήταν ο πραγματικός διασυρμός.

Η αγγλική κυβέρνηση μόλις άκουσε και την δικαιολογία του συνταγματικού κωλύματος για την χορήγηση αμνηστίας, εξέδωσε μία ειρωνική απάντηση προς την Ελλάδα που έλεγε τα εξής: «Δεν θα ηδυνάμην να παραδεχθώ ως ισχυράν την αντίρρησιν περί του αντισυνταγματικού της αμνηστίας. Το Ελληνικό Σύνταγμα έχει παραβιασθή ούτω συχνά παρά της κυβερνήσεως, ώστε δεν θα ηδυνάμην να δώσω προσοχήν εις πρόφασιν στηριζομένην επί τοιαύτης δικαιολογίας».

Μην βλέποντας ελπίδα για την κατάστασή τους, ο όμηρος λόρδος Μάνκαστερ, ζήτησε από τους απαγωγείς να τον αφήσουν ελεύθερο για να συγκεντρώσει το ποσό των 50.000 και να πείσει την κυβέρνηση για το θέμα της αμνηστίας. Φτάνοντας όμως στην Αθήνα βρήκε μία ελληνική κυβέρνηση ανυποχώρητη, σαν να αδιαφορούσε για τις ζωές των ομήρων... Το μόνο που έκανε για αρχή ήταν να στείλει ένα στρατιωτικό απόσπασμα για να κυνηγήσει τους ληστές.

Σκοπός του αποσπάσματος ήταν όχι μόνο να τους πιάσει, αλλά το κυριότερο να τους προλάβει να φύγουν από την Ελλάδα που τότε έφτανε μέχρι την Λαμία. Οι γνωρίζοντες όμως της υπαίθρου Αρβανιτάκηδες, πρόλαβαν και πέρασαν μέσω της Πεντέλης και της Πάρνηθας και έφτασαν ως τον Ωρωπό. Τελικά απελευθέρωσαν τις γυναίκες, μάλλον γιατί τους καθυστερούσαν. Από τον Ωρωπό έστειλαν μήνυμα προς την κυβέρνηση να κάνει πράξη τα αιτήματά τους, αλλά και να σταματήσει η καταδίωξη γιατί αλλιώς θα σκότωναν τους αιχμαλώτους.

Τελικά όμως το στρατιωτικό απόσπασμα κατάφερε και βρήκε τους ληστές και στις 9 Απριλίου ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τους Αρβανιτάκηδες στο Δήλεσι, μία παραθαλάσσια περιοχή βόρεια του Ωρωπού. Οι Αρβανιτάκηδες προκειμένου να πολεμήσουν, σκότωσαν τους ομήρους και ακολούθησε μία μάχη σώμα με σώμα με τους στρατιώτες. Τελικά από την μάχη μόνο ο Τάκος Αρβανιτάκης κατάφερε να ξεφύγει ενώ οι 20 άνδρες τους, σκοτώθηκαν, μεταξύ αυτών και ο αδερφός του. Οι εννέα που έμειναν ζωντανοί συνελήφθησαν για να καταδικασθούν αργότερα σε θάνατο και να εκτελεσθούν.

Το ρεζιλίκι που φοβόταν αρχικά η κυβέρνηση δεν είχε καμμία σχέση με αυτό που ακολούθησε της σφαγής. Ο ευρωπαϊκός Τύπος χαρακτήρισε την Ελλάδα μία «χώρα ημιβαρβάρων», «φωλεά ληστών και πειρατών», ενώ δεν παρέλειψε να μας χαρακτηρίσει και ως «εντροπή για τον Πολιτισμό». Ενώ προσπαθώντας να ανακαλύψουν φαινόμενα διαφθοράς, Άγγλοι αξιωματούχοι ήρθαν στην Αθήνα και διαπίστωσαν πως «αι ληστείαι αποφασίζονται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα»,ζη αφήνοντας αιχμές πως η ληστεία είχε άμεση σχέση με το πολιτικό κατεστημένο. Κάποιοι «ακραίοι» Ευρωπαίοι έφτασαν μέχρι το σημείο να τήσουν στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα.

Τελικά η σωτηρία ήρθε από τον φιλέλληνα υπουργό Εξωτερικών, Γλάδστων, καθώς και από τους πρεσβευτές της Ρωσίας και των ΗΠΑ, οι οποίοι δικαίωσαν την ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζοντας πως έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Τέλος προκειμένου η Ελλάδα να ηρεμήσει τα πνεύματα, εξέφρασε την λύπη της για το γεγονός προς τις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Ιταλίας, προσφέροντας το ποσό των 22.000 λιρών ως αποζημίωση σε κάθε μία από τις οικογένειες των θυμάτων.

Πηγή: iefimerida
 
Top